- θεοποιήσῃς
- θεοποιέωmake into godsaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπολατρία — Η λατρεία του ανθρώπου ως θεού, συνηθισμένο φαινόμενο στους πρωτόγονους λαούς. Η α. διατηρήθηκε μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια με τη μορφή λατρείας των αυτοκρατόρων και έως τις ημέρες μας δεν έχει εξαλειφθεί τελείως από ορισμένους λαούς. Οι… … Dictionary of Greek
ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… … Dictionary of Greek
καισαριαστής — καισαριαστής, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ καισαριασταί λατρευτικός θίασος τού Καίσαρος κατά την εποχή τής θεοποίησης τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανάλογος προς τους τραϊνησίους, τους ατταλιαστές κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καίσαρ κατά τα δημητρ ιαστής, διονυσ… … Dictionary of Greek
Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek